κύπερη

κύπερη
η, και κύπειρος, ο, η
(Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, -ιδος και κυπειρίς, -ίδος και κύπηρις, -εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ)
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου Cyperus rotundus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., όπως αποδεικνύεται και από τους πολλούς παράλληλους τ. που μαρτυρούνται, άγνωστης όμως προελεύσεως. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τ. kuparo, kuparo2 και kuparowe, που συνδέονται με τον τ. κύπαιρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζέρνα — η (Μ ζέρνα) βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κύπειρος η στρογγυλόρριζος, αλλ. κύπερη, τρουπαλάκι …   Dictionary of Greek

  • κύπειρις — κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ (Α) βλ. κύπερη …   Dictionary of Greek

  • κύπειρον — κύπειρον, τὸ (Α) βλ. κύπερη …   Dictionary of Greek

  • κύπειρος — ο, η (Α κύπειρος) βλ. κύπερη …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • κύπηρις — κύπηρις, εως, ἡ (Α) βλ. κύπερη …   Dictionary of Greek

  • ψευδοκύπειρος — ὁ, Α βοτ. φυτό που μοιάζει με κύπερη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κύπειρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”